- ελικίας
- ἑλικίας, ο (Α)αστραπή ελικοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλικίας — ἑλικίᾱς , ἑλικίας forked lightning masc acc pl ἑλικίᾱς , ἑλικίας forked lightning masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικίαι — ἑλικίας forked lightning masc nom/voc pl ἑλικίᾱͅ , ἑλικίας forked lightning masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek